- δικαιοπρᾱγμοσύνη
- δικαιο-πρᾱγία u. δικαιο-πρᾱγμοσύνη u. δικαιο-πρᾱξία, ἡ, gerechte Handlungsweise
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δικαιοπραγμοσύνης — δικαιοπραγμοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)